- ρομβωτός
- -ή, -όο χωρισμένος σε ρόμβους, μπακλαβαδωτός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρομβωτός — ή, ό / ῥομβωτός, ή, όν, ΝΑ [ῥομβῶ (ΙΙ)] νεοελλ. χωρισμένος σε ρομβοειδή σχήματα αρχ. κατασκευασμένος σε σχήμα ρόμβου … Dictionary of Greek
ῥομβωτόν — ῥομβωτός made in the shape of a rhombus masc acc sg ῥομβωτός made in the shape of a rhombus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥομβωτήν — ῥομβωτός made in the shape of a rhombus fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥομβωτῷ — ῥομβωτός made in the shape of a rhombus masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)